- κοσμοκράτορας
- οθηλ. κοσμοκράτειρα ο εξουσιαστής του κόσμου: Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν κοσμοκράτορας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοσμοκράτορας — ο, θηλ. κοσμοκράτειρα (ΑM κοσμοκράτωρ, ορος) αυτός που κυριαρχεί σε όλο ή σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εξουσιαστής τού κόσμου, κυβερνήτης τού κόσμου («η κοσμοκράτειρα Ρώμη») μσν. (κολακευτικά) ο αυτοκράτορας αρχ. 1. (για πλανήτη) αυτός που διευθύνει… … Dictionary of Greek
κοσμοκράτορας — κοσμοκράτωρ lord of the world masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Territorial Spirit — A belief held by some Christians (generally within Charismatic and Pentecostal traditions) and promoted by Kingdom Now theology, Territorial Spirits are thought to be demons who rule over certain geographical areas in the world. This belief has… … Wikipedia
κοσμοκράτειρα — η βλ. κοσμοκράτορας … Dictionary of Greek
κοσμοκράτης — ο, θηλ. κοσμοκράτισσα (Μ κοσμοκράτης) ο εξουσιαστής τού κόσμου, ο κοσμοκράτορας νεοελλ. ο οπαδός τής κοσμοκρατίας, αυτός που αποδέχεται τον ιμπεριαλισμό ως δόγμα και ως πρακτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο κράτης,… … Dictionary of Greek
κοσμοκράτωρ — κοσμοκράτωρ, ορος, ὁ (ΑM) βλ. κοσμοκράτορας … Dictionary of Greek
κοσμοκρατώ — κοσμοκρατῶ και κοσμοκρατορῶ, έω (Μ) εξουσιάζω τον κόσμο, είμαι κοσμοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κρατῶ (< κρατής < κράτος), πρβλ. θαλασσο κρατώ, ναυ κρατώ. Ο τ. κοσμοκρατορῶ < κοσμοκράτωρ] … Dictionary of Greek